Odporovat v řečtině
Překlad: odporovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
θυρίδα, αντιλέγω, εναντιώνομαι, αντιφάσκω, διαψεύδω, αντιτίθεμαι, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: odporovat
odporovat 1968, odporovat antonyma, odporovat gramatika, odporovat křížovka, odporovat po anglicky, odporovat jazykový slovník řečtina, odporovat v řečtině
Překlady
- odpornost v řečtině - προσβλητικότητα, την προσβλητικότητα, απωθητικότητας, επιθετικότητα
- odporný v řečtině - κακός, επαναστατικός, απεχθής, ανέντιμος, άθλιος, διαβόητος, δυσάρεστος, ...
- odporující v řečtině - διστακτικός, απρόθυμος, αντιφατικός, αντιφατικές, αντιφατική, αντιφατικό, αντιφατικά
- odposlechnout v řečtině - ωτακουστώ, ακούσουν, ακούσω, ακούω τυχαία, κρυφακούσουν
Náhodná slova
Odporovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: θυρίδα, αντιλέγω, εναντιώνομαι, αντιφάσκω, διαψεύδω, αντιτίθεμαι, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί
Překlady: θυρίδα, αντιλέγω, εναντιώνομαι, αντιφάσκω, διαψεύδω, αντιτίθεμαι, αντισταθεί, αντισταθούν, αντιστέκονται, αντιστέκεται, να αντισταθεί