Odsouzení v řečtině

Překlad: odsouzení, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ψέγω, καταδίκη, πεποίθηση, κολασμός, καταδικάζω, κόλαση, κατακρίνω, πρόταση, μέμψη, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
Odsouzení v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: odsouzení

odsouzení (2010), odsouzení antonyma, odsouzení gramatika, odsouzení janouška, odsouzení ježíše krista, odsouzení jazykový slovník řečtina, odsouzení v řečtině

Překlady

  • odsouhlasit v řečtině - επιδοκιμάζω, εγκρίνω, συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει, συμφωνείτε
  • odsouzenec v řečtině - καταδικάζω, κατάδικος, καταδικασμένος, καταδίκασε, καταδίκασαν, καταδικάστηκε, καταδικαστεί, ...
  • odsouzený v řečtině - καταδικάζω, κατάδικος, καταδικασμένος, καταδικαστεί, έχουν καταδικαστεί, καταδικάστηκε, καταδικάστηκαν, ...
  • odstartovat v řečtině - ξεκίνημα, αρχίζω, αρχή, ξεκινώ, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης
Náhodná slova
Odsouzení v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ψέγω, καταδίκη, πεποίθηση, κολασμός, καταδικάζω, κόλαση, κατακρίνω, πρόταση, μέμψη, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή