Odvést v řečtině
Překlad: odvést, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αποσπώ, παίρνω, διασπώ, παρεκτρέπω, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή
Jiné jazyky
Příbuzná slova: odvést
naložit a odvést, odnést synonymum, odvést anglicky, odvést antonyma, odvést gramatika, odvést jazykový slovník řečtina, odvést v řečtině
Překlady
- odvážný v řečtině - αυθάδης, γενναίος, τολμηρός, επιχειρηματικός, θρασύς, επικίνδυνος, έντονος, ...
- odvážně v řečtině - γενναία, θαρραλέα, θάρρος, με θάρρος, γενναιότητα, με σθένος
- odvézt v řečtině - κουβαλώ, μεταφέρω, αφαιρώ, πάρει, πάρει μακριά, πάρει μαζί, να πάρει
- odvíjení v řečtině - ξετύλιγμα, ξετυλίγματος, το ξετύλιγμα, εκτύλιξης, εκτυλίξεως
Náhodná slova
Odvést v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αποσπώ, παίρνω, διασπώ, παρεκτρέπω, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή
Překlady: αποσπώ, παίρνω, διασπώ, παρεκτρέπω, εκτρέψει, εκτροπή, εκτρέψουν, προωθήσετε, την εκτροπή