Odvozovat v řečtině

Překlad: odvozovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αντλώ, παράγομαι, προέρχομαι, αντλούν, απορρέουν, αντλήσει, αποκομίζουν, προέρχονται
Odvozovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: odvozovat

dovozovat odvozovat, odvozovat antonyma, odvozovat gramatika, odvozovat křížovka, odvozovat pravopis, odvozovat jazykový slovník řečtina, odvozovat v řečtině

Překlady

  • odvození v řečtině - επαγωγή, έκπτωση, συμπέρασμα, συναχθεί, συμπερασμού, συναγωγή, συμπεράσματος
  • odvozený v řečtině - δευτερεύων, παράγωγος, που προέρχονται, προέρχεται, που προέρχεται, προέρχονται, προερχόμενα
  • odvozování v řečtině - παραγωγή, εξαγωγή, προέλευση, παράγωγο, συναγωγή
  • odvrhnout v řečtině - απορρίπτω, αποβάλλω, πετώ, αποπλέω, πετάξει μακριά, σαλπάρουμε
Náhodná slova
Odvozovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αντλώ, παράγομαι, προέρχομαι, αντλούν, απορρέουν, αντλήσει, αποκομίζουν, προέρχονται