Ohraničit v řečtině

Překlad: ohraničit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
περιστέλλω, περιορίζω, οροθετώ, οριοθετώ, περιγράφω, οριοθετούν, πλαισιώνει, οριοθετήσει
Ohraničit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: ohraničit

ohraničit antonyma, ohraničit gramatika, ohraničit křížovka, ohraničit pravopis, ohraničit synonymum, ohraničit jazykový slovník řečtina, ohraničit v řečtině

Překlady

  • ohradit v řečtině - ανάχωμα, τράπεζα, περικλείω, εσωκλείω, όχθη, φράκτης, φράχτη, ...
  • ohraničení v řečtině - μεθόριος, ρέλι, περιορισμός, περιορίζω, περιστολή, σύνορο, οροθεσία, ...
  • ohrazení v řečtině - διαμαρτυρίες, εσώκλειστο, φράχτης, διαμαρτύρομαι, μάντρα, περίφραξη, διαμαρτυρία, ...
  • ohrazovat v řečtině - φράκτης, αντιστάθμισης, αντιστάθμιση, την αντιστάθμιση, αντιστάθμισης κινδύνου, αντιστάθμισης κινδύνων
Náhodná slova
Ohraničit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: περιστέλλω, περιορίζω, οροθετώ, οριοθετώ, περιγράφω, οριοθετούν, πλαισιώνει, οριοθετήσει