Ohrazovat v řečtině

Překlad: ohrazovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
φράκτης, αντιστάθμισης, αντιστάθμιση, την αντιστάθμιση, αντιστάθμισης κινδύνου, αντιστάθμισης κινδύνων
Ohrazovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: ohrazovat

ohrazovat antonyma, ohrazovat gramatika, ohrazovat křížovka, ohrazovat pravopis, ohrazovat se, ohrazovat jazykový slovník řečtina, ohrazovat v řečtině

Překlady

  • ohraničit v řečtině - περιστέλλω, περιορίζω, οροθετώ, οριοθετώ, περιγράφω, οριοθετούν, πλαισιώνει, ...
  • ohrazení v řečtině - διαμαρτυρίες, εσώκλειστο, φράχτης, διαμαρτύρομαι, μάντρα, περίφραξη, διαμαρτυρία, ...
  • ohromení v řečtině - σύγχυση, αποβλάκωση, ζαλίζω, αποχαύνωση, εμβροντησία, συντρίβω, άγχος, ...
  • ohromit v řečtině - αποβλακώνω, ξαφνιάζω, εκπλήσσω, συντρίβω, αποσβολώνω, έκπληξη, ζαλίζω, ...
Náhodná slova
Ohrazovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: φράκτης, αντιστάθμισης, αντιστάθμιση, την αντιστάθμιση, αντιστάθμισης κινδύνου, αντιστάθμισης κινδύνων