Ohromení v řečtině
Překlad: ohromení, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
σύγχυση, αποβλάκωση, ζαλίζω, αποχαύνωση, εμβροντησία, συντρίβω, άγχος, έκπληξη, κατάπληξη, έκπληξή, θαυμασμό, απορία
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: ohromení
ohromení antonyma, ohromení gramatika, ohromení křížovka, ohromení pravopis, ohromení synonymum, ohromení jazykový slovník řečtina, ohromení v řečtině
Překlady
- ohrazení v řečtině - διαμαρτυρίες, εσώκλειστο, φράχτης, διαμαρτύρομαι, μάντρα, περίφραξη, διαμαρτυρία, ...
- ohrazovat v řečtině - φράκτης, αντιστάθμισης, αντιστάθμιση, την αντιστάθμιση, αντιστάθμισης κινδύνου, αντιστάθμισης κινδύνων
- ohromit v řečtině - αποβλακώνω, ξαφνιάζω, εκπλήσσω, συντρίβω, αποσβολώνω, έκπληξη, ζαλίζω, ...
- ohromnost v řečtině - απεραντοσύνη, απεραντοσύνης, την απεραντοσύνη, απέραντο, η απεραντοσύνη
Náhodná slova
Ohromení v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: σύγχυση, αποβλάκωση, ζαλίζω, αποχαύνωση, εμβροντησία, συντρίβω, άγχος, έκπληξη, κατάπληξη, έκπληξή, θαυμασμό, απορία
Překlady: σύγχυση, αποβλάκωση, ζαλίζω, αποχαύνωση, εμβροντησία, συντρίβω, άγχος, έκπληξη, κατάπληξη, έκπληξή, θαυμασμό, απορία