Ohromnost v řečtině
Překlad: ohromnost, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
απεραντοσύνη, απεραντοσύνης, την απεραντοσύνη, απέραντο, η απεραντοσύνη
Jiné jazyky
Příbuzná slova: ohromnost
ohromnost antonyma, ohromnost gramatika, ohromnost křížovka, ohromnost pravopis, ohromnost synonymum, ohromnost jazykový slovník řečtina, ohromnost v řečtině
Překlady
- ohromení v řečtině - σύγχυση, αποβλάκωση, ζαλίζω, αποχαύνωση, εμβροντησία, συντρίβω, άγχος, ...
- ohromit v řečtině - αποβλακώνω, ξαφνιάζω, εκπλήσσω, συντρίβω, αποσβολώνω, έκπληξη, ζαλίζω, ...
- ohromný v řečtině - δυνατός, απέραντος, απίθανος, τραγελαφικός, πελώριος, μεγάλος, εκπληκτικός, ...
- ohromně v řečtině - πάρα πολύ, εξαιρετικά, πάρα
Náhodná slova
Ohromnost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: απεραντοσύνη, απεραντοσύνης, την απεραντοσύνη, απέραντο, η απεραντοσύνη
Překlady: απεραντοσύνη, απεραντοσύνης, την απεραντοσύνη, απέραντο, η απεραντοσύνη