Okupant v řečtině
Překlad: okupant, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εισβολέας, κάτοχος, κατακτητή, κάτοχο, κατακτητής, ενοίκου
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: okupant
l'okupant officiel, occupant turi muti, okupant antonyma, okupant gramatika, okupant křížovka, okupant jazykový slovník řečtina, okupant v řečtině
Překlady
- okulár v řečtině - προσοφθάλμιο, προσοφθαλμίου, προσοφθάλμιο φακό, προσοφθάλμιου φακού, προσοφθάλμιου
- okupace v řečtině - κατοχή, επάγγελμα, κατάληψη, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
- okupační v řečtině - επαγγελματικός, επάγγελμα, κατοχή, κατοχής, επαγγέλματος, την εργασία
- okupovat v řečtině - καταλαμβάνω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
Náhodná slova
Okupant v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εισβολέας, κάτοχος, κατακτητή, κάτοχο, κατακτητής, ενοίκου
Překlady: εισβολέας, κάτοχος, κατακτητή, κάτοχο, κατακτητής, ενοίκου