Opatřit v řečtině

Překlad: opatřit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
παροχή, χορήγηση, σχολιάζω, εφοδιάζω, προμηθεύω, παρέχω, στεγάζω, προμήθεια, επιπλώνω, εξυπηρετώ, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει
Opatřit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: opatřit

opatřit antonyma, opatřit gramatika, opatřit křížovka, opatřit obalem, opatřit podkovami, opatřit jazykový slovník řečtina, opatřit v řečtině

Překlady

  • opatství v řečtině - μονή, αβαείο, Abbey, αβαείου, μοναστήρι
  • opatření v řečtině - επενέργεια, ενέργεια, διενέργεια, μέτρο, δράση, αγωγή, βήμα, ...
  • opačný v řečtině - αντιστρέφω, θυρίδα, αντιφατικός, συνομιλώ, απέναντι, αντίθετο, απέναντι από, ...
  • opařit v řečtině - ζεματίζω, έγκαυμα, ζεμάτισμα, ζεματιστού, απο εγκαύματα, έγκαυμα της
Náhodná slova
Opatřit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: παροχή, χορήγηση, σχολιάζω, εφοδιάζω, προμηθεύω, παρέχω, στεγάζω, προμήθεια, επιπλώνω, εξυπηρετώ, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει