Osít v řečtině
Překlad: osít, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
σπέρνω, ενσπείρω, σπόρος, σπόρων, σπόρων προς σπορά, σπόρους, σπόρου
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: osít
osít antonyma, osít gramatika, osít křížovka, osít pravopis, osít synonymum, osít jazykový slovník řečtina, osít v řečtině
Překlady
- osídlit v řečtině - άνθρωπος, άνθρωποι, κόσμος, κανονίζω, εγκαθίσταμαι, εγκατασταθούν, διευθέτηση, ...
- osídlovat v řečtině - επιοικίζω, αποικίζουν, αποικίσουν, αποικίσει, αποικίζει
- otcovrah v řečtině - πατροκτονία, η πατροκτονία, την πατροκτονία, πατροκτονίας, πατροκτόνος
- otcovražda v řečtině - πατροκτονία, η πατροκτονία, την πατροκτονία, πατροκτονίας, πατροκτόνος
Náhodná slova
Osít v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: σπέρνω, ενσπείρω, σπόρος, σπόρων, σπόρων προς σπορά, σπόρους, σπόρου
Překlady: σπέρνω, ενσπείρω, σπόρος, σπόρων, σπόρων προς σπορά, σπόρους, σπόρου