Oscilovat v řečtině
Překlad: oscilovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ταλαντώνομαι, ταλαντώνονται, ταλαντεύονται, ταλάντωση, ταλαντώνεται, ταλαντεύεται
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: oscilovat
oscilovat antonyma, oscilovat gramatika, oscilovat křížovka, oscilovat pravopis, oscilovat význam, oscilovat jazykový slovník řečtina, oscilovat v řečtině
Překlady
- osazenstvo v řečtině - προσωπικό, πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
- oscilace v řečtině - κραδασμός, δόνηση, ταλάντωση, ταλάντωσης, Oscillation, Η ταλάντωση, ταλάντευση
- osedlat v řečtině - σέλλα, σαμάρι, σέλα, σέλας, σέλλας
- osekat v řečtině - σοδειά, κουρεύω, κλαδεύω, κουτσουρεύω, κολοβώ, περικόψει, περικόψτε, ...
Náhodná slova
Oscilovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ταλαντώνομαι, ταλαντώνονται, ταλαντεύονται, ταλάντωση, ταλαντώνεται, ταλαντεύεται
Překlady: ταλαντώνομαι, ταλαντώνονται, ταλαντεύονται, ταλάντωση, ταλαντώνεται, ταλαντεύεται