Ostentativní v řečtině
Překlad: ostentativní, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
επιδεικτικός, φιγουρατζής, επιδεικτικό, επιδεικτική, επιδεικτικά, το επιδεικτικό
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: ostentativní
ostentativní abz, ostentativní antonyma, ostentativní gramatika, ostentativní křížovka, ostentativní pravopis, ostentativní jazykový slovník řečtina, ostentativní v řečtině
Překlady
- osten v řečtině - σπιρούνι, κεντρίζω, αγκάθι, κεντρί, σπιρουνίζω, καθοδηγώ, παρακινώ, ...
- ostentativnost v řečtině - επίδειξη, την επίδειξη, επιδεικτικότητα, ostentation, τάσεις επίδειξης
- ostnatý v řečtině - ευερέθιστος, ακανθώδης, δύσκολος, αγκαθωτά, αγκαθωτούς, ακανθωτές, αγκαθωτών
- ostražitost v řečtině - ετοιμότητα, επαγρύπνηση, εγρήγορση, εγρήγορσης, την εγρήγορση
Náhodná slova
Ostentativní v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: επιδεικτικός, φιγουρατζής, επιδεικτικό, επιδεικτική, επιδεικτικά, το επιδεικτικό
Překlady: επιδεικτικός, φιγουρατζής, επιδεικτικό, επιδεικτική, επιδεικτικά, το επιδεικτικό