Osvědčení v řečtině
Překlad: osvědčení, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κατάθεση, μαρτυρία, μαρτυρώ, πιστοποιώ, πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: osvědčení
lustrační osvědčení, osvědčení antonyma, osvědčení gramatika, osvědčení k výkonu zdravotnického povolání bez odborného dohledu, osvědčení křížovka, osvědčení jazykový slovník řečtina, osvědčení v řečtině
Překlady
- osvícený v řečtině - φωτισμένοι, φωτισμένη, πεφωτισμένη, φωτισμένος, φωτισμένους
- osvítit v řečtině - διαφωτίζω, διαφωτίσει, φωτίσει, διαφωτίσουν, διαφωτίσουμε, διαφώτιση
- osvědčený v řečtině - έμπειρος, βιώσει, έμπειρους, παρουσίασαν, έμπειρο
- osvědčit v řečtině - εγκρίνω, πιστοποιώ, μαρτυρώ, επιδοκιμάζω, βεβαιώνουν, πιστοποιούν, μαρτυρούν, ...
Náhodná slova
Osvědčení v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κατάθεση, μαρτυρία, μαρτυρώ, πιστοποιώ, πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
Překlady: κατάθεση, μαρτυρία, μαρτυρώ, πιστοποιώ, πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό