Otylost v řečtině
Překlad: otylost, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
παχυσαρκία, παχυσαρκίας, της παχυσαρκίας, η παχυσαρκία, την παχυσαρκία
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: otylost
dětská otylost, latentní otylost, morbidní otylost, otylost abz, otylost antonyma, otylost jazykový slovník řečtina, otylost v řečtině
Překlady
- otvor v řečtině - διαρροή, στόμα, διαρρέω, οφθαλμός, χασμουρητό, οπή, σχισμή, ...
- otvírat v řečtině - ανοίγω, ανοιχτός, ανοικτός, εγκαινιάζω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
- otálení v řečtině - διστακτικότητα, δισταγμός, δισταγμό, δισταγμούς, δισταγμού
- otálet v řečtině - αναβάλλω, επιμένω, διαμένω, βραδυπορώ, καθυστέρηση, καθυστερώ, χαζεύω, ...
Náhodná slova
Otylost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: παχυσαρκία, παχυσαρκίας, της παχυσαρκίας, η παχυσαρκία, την παχυσαρκία
Překlady: παχυσαρκία, παχυσαρκίας, της παχυσαρκίας, η παχυσαρκία, την παχυσαρκία