Oxidovat v řečtině
Překlad: oxidovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει
Jiné jazyky
Příbuzná slova: oxidovat
oxidovat antonyma, oxidovat gramatika, oxidovat křížovka, oxidovat pravopis, oxidovat synonymum, oxidovat jazykový slovník řečtina, oxidovat v řečtině
Překlady
- ovšem v řečtině - μολονότι, φυσικά, βέβαια, βεβαίως, ασφαλώς
- oxid v řečtině - οξείδιο, οξειδίου, οξείδιο του, οξειδίου του, το οξείδιο
- ozařovat v řečtině - αχτίδα, ακτίνα, σαλάχι, ακτινοβολώ, ακτινοβολήσει, ακτινοβολούνται, ακτινοβολούν, ...
- ozařování v řečtině - ακτινοβολία, ακτινοβολίας, ακτινοβολίες, την ακτινοβολία, της ακτινοβολίας
Náhodná slova
Oxidovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει
Překlady: οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει