Ozařovat v řečtině

Překlad: ozařovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αχτίδα, ακτίνα, σαλάχι, ακτινοβολώ, ακτινοβολήσει, ακτινοβολούνται, ακτινοβολούν, την ακτινοβόληση
Ozařovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: ozařovat

ozařovat antonyma, ozařovat gramatika, ozařovat křížovka, ozařovat pravopis, ozařovat synonymum, ozařovat jazykový slovník řečtina, ozařovat v řečtině

Překlady

  • oxid v řečtině - οξείδιο, οξειδίου, οξείδιο του, οξειδίου του, το οξείδιο
  • oxidovat v řečtině - οξειδώνω, οξειδώνουν, την οξείδωση, οξειδώσει, οξειδώνει
  • ozařování v řečtině - ακτινοβολία, ακτινοβολίας, ακτινοβολίες, την ακτινοβολία, της ακτινοβολίας
  • ozbrojení v řečtině - όπλα, οπλισμό, οπλισμού, οπλισμός, οπλικά
Náhodná slova
Ozařovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αχτίδα, ακτίνα, σαλάχι, ακτινοβολώ, ακτινοβολήσει, ακτινοβολούνται, ακτινοβολούν, την ακτινοβόληση