Páchat v řečtině
Překlad: páchat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διαπράττω, κάνω, δεσμεύω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: páchat
páchat antonyma, páchat gramatika, páchat křížovka, páchat pravopis, páchat synonymum, páchat jazykový slovník řečtina, páchat v řečtině
Překlady
- pyšný v řečtině - περήφανος, ψηλός, έξοχος, ματαιόδοξος, μάταιος, ωραίος, ξιπασμένος, ...
- pyžamo v řečtině - πιτζάμα, πιζάμες, πιτζάμες, πυτζάμες, τις πιτζάμες
- páchnout v řečtině - βρομώ, βρομιά, βρόμα, βρώμα, δυσωδία, βρωμάει, βρωμούσα του, ...
- pád v řečtině - χαντακώνω, ρανίδα, πάταγος, πέφτω, παχουλός, καταρρέω, χαλώ, ...
Náhodná slova
Páchat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διαπράττω, κάνω, δεσμεύω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Překlady: διαπράττω, κάνω, δεσμεύω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται