Příslušnost v řečtině
Překlad: příslušnost, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αρμοδιότητα, ιθαγένεια, υπηκοότητα, την ιθαγένεια, ιδιότητας του πολίτη, ιδιότητα του πολίτη
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: příslušnost
místní příslušnost, místní příslušnost soudu, příslušnost antonyma, příslušnost finančního úřadu, příslušnost gramatika, příslušnost jazykový slovník řečtina, příslušnost v řečtině
Překlady
- příslušenství v řečtině - συνάντηση, πρόσφορος, συνεργός, εξοπλισμός, αξεσουάρ, εξαρτήματα, εξαρτημάτων, ...
- příslušet v řečtině - σχετίζομαι, ανήκω, ανήκουν, ανήκει, να ανήκουν, υπάγονται
- příslušník v řečtině - μέλος, στέλεχος, κράτη, μέλους, τα κράτη, των κρατών
- příslušný v řečtině - σφετερίζομαι, επεισόδιο, αρκετοί, κατάλληλος, αρκετές, περιστατικό, οικειοποιούμαι, ...
Náhodná slova
Příslušnost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αρμοδιότητα, ιθαγένεια, υπηκοότητα, την ιθαγένεια, ιδιότητας του πολίτη, ιδιότητα του πολίτη
Překlady: αρμοδιότητα, ιθαγένεια, υπηκοότητα, την ιθαγένεια, ιδιότητας του πολίτη, ιδιότητα του πολίτη