Překážet v řečtině

Překlad: překážet, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κωλυσιεργώ, τσόκαρο, κράμπα, βουλώνω, παρακωλύω, στηρίγματα, παρεμβαίνω, αναχαιτίζω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, επεμβαίνω, περιορίζω, φραγμός, αποτρέπω, σύσπαση, προλαβαίνω, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται
Překážet v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: překážet

překážet a bránit, překážet anglicky, překážet antonyma, překážet gramatika, překážet křížovka, překážet jazykový slovník řečtina, překážet v řečtině

Překlady

  • překvapující v řečtině - παράξενος, περίεργος, εκπληκτικός, έκπληξη, εκπληκτικό, προκαλεί έκπληξη, εκπλήσσει
  • překypující v řečtině - διαχυτικός, άφθονος, ενθουσιώδης, effusive, εκδηλωτική, διαχυτική, διαχυτικοί
  • překážka v řečtině - δυσχέρεια, αμηχανία, στένωση, παρακώλυση, εμπόδιο, παρεμβολή, δυσκολία, ...
  • překřtít v řečtině - rechristen
Náhodná slova
Překážet v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κωλυσιεργώ, τσόκαρο, κράμπα, βουλώνω, παρακωλύω, στηρίγματα, παρεμβαίνω, αναχαιτίζω, παρεμποδίζω, εμποδίζω, επεμβαίνω, περιορίζω, φραγμός, αποτρέπω, σύσπαση, προλαβαίνω, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, παρέμβει, παρεμποδίζουν, παρεμβάλλονται