Přepracování v řečtině
Překlad: přepracování, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
προσαρμογή, διασκευή, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: přepracování
přepracování antonyma, přepracování bakalářské práce, přepracování gramatika, přepracování jaderného paliva, přepracování křížovka, přepracování jazykový slovník řečtina, přepracování v řečtině
Překlady
- přepočítat v řečtině - μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
- přepracovat v řečtině - ξαναγράφω, επαναλάβει, επεξεργασθεί εκ νέου, γίνει επεξεργασία, νέες κατεργασίες, επαναλάβει τις
- přeprava v řečtině - μεταφορά, συνεπαίρνω, βαγόνι, μεταφέρω, άμαξα, μεταφοράς, μεταφορών, ...
- přepravce v řečtině - φορτωτής, αποστολέα, φορτωτή, αποστολέας, ναυλωτή
Náhodná slova
Přepracování v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: προσαρμογή, διασκευή, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
Překlady: προσαρμογή, διασκευή, υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση