Přerušení v řečtině

Překlad: přerušení, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διακοπή, διάλειμμα, ρήγμα, ανακοπή, εναιώρημα, ρήξη, αθετώ, διακόπτω, ανάρτηση, αναστολή, χασμωδία, αντεπίθεση, σπάζω, κενό, παραβίαση, διάλλειμα, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της
Přerušení v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: přerušení

přerušení antonyma, přerušení daňových odpisů, přerušení dodávky elektřiny, přerušení gramatika, přerušení křížovka, přerušení jazykový slovník řečtina, přerušení v řečtině

Překlady

  • přepínač v řečtině - αλλαγή, αλλάζω, διακόπτης, διακόπτη, διακ πτη, του διακόπτη, μετάβαση
  • přerazit v řečtině - διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, σπάζω, σπάσει την, σπάσει το, σπάσει ο, ...
  • přerušit v řečtině - κρεμώ, καταστρέφω, αποκόβω, αντεπίθεση, αποβάλλω, ανακόπτω, διακόπτω, ...
  • přerušovat v řečtině - τσεκουριά, κόβω, στίζω, διακόπτω, τεμαχίζω, διακοπή, διακόψει, ...
Náhodná slova
Přerušení v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διακοπή, διάλειμμα, ρήγμα, ανακοπή, εναιώρημα, ρήξη, αθετώ, διακόπτω, ανάρτηση, αναστολή, χασμωδία, αντεπίθεση, σπάζω, κενό, παραβίαση, διάλλειμα, διακοπής, τη διακοπή, η διακοπή, διακοπή της