Přerušit v řečtině
Překlad: přerušit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κρεμώ, καταστρέφω, αποκόβω, αντεπίθεση, αποβάλλω, ανακόπτω, διακόπτω, διάλλειμα, τέμνω, ματαιώνω, διάλειμμα, κόβω, αναστέλλω, σπάζω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: přerušit
přerušit antonyma, přerušit gramatika, přerušit jízdu cestující může, přerušit jízdu z důvodu nezávislého na vůli řidiče, přerušit jízdu z důvodu nezávislého na vůli řidiče například při poruše vozidla, přerušit jazykový slovník řečtina, přerušit v řečtině
Překlady
- přerazit v řečtině - διάλειμμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, σπάζω, σπάσει την, σπάσει το, σπάσει ο, ...
- přerušení v řečtině - διακοπή, διάλειμμα, ρήγμα, ανακοπή, εναιώρημα, ρήξη, αθετώ, ...
- přerušovat v řečtině - τσεκουριά, κόβω, στίζω, διακόπτω, τεμαχίζω, διακοπή, διακόψει, ...
- přerušovač v řečtině - διακόπτων, διακόπτη, διακοπής, διακόπτης, διακοπτη
Náhodná slova
Přerušit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κρεμώ, καταστρέφω, αποκόβω, αντεπίθεση, αποβάλλω, ανακόπτω, διακόπτω, διάλλειμα, τέμνω, ματαιώνω, διάλειμμα, κόβω, αναστέλλω, σπάζω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
Překlady: κρεμώ, καταστρέφω, αποκόβω, αντεπίθεση, αποβάλλω, ανακόπτω, διακόπτω, διάλλειμα, τέμνω, ματαιώνω, διάλειμμα, κόβω, αναστέλλω, σπάζω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε