Přesahovat v řečtině
Překlad: přesahovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
επικαλύπτω, ξεπερνώ, συμπίπτω, υπερβαίνω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Jiné jazyky
Příbuzná slova: přesahovat
přesahovat antonyma, přesahovat gramatika, přesahovat křížovka, přesahovat pravopis, přesahovat synonymum, přesahovat jazykový slovník řečtina, přesahovat v řečtině
Překlady
- přes v řečtině - περασμένος, για, έπειτα, από, απέναντι, πάνω, τελείωσε, ...
- přesadit v řečtině - μετακινώ, μετατοπίζω, αλλάζω, μεταμοσχεύω, μόσχευμα, μεταμόσχευση, φυτεύω πάλι, ...
- přesazovat v řečtině - μεταμόσχευση, μόσχευμα, μεταμοσχεύω, μεταφύτευση, αλλαγή γλάστρας, Η αλλαγή γλάστρας, αλλαγή γλάστρας θα, ...
- přesednout v řečtině - παραλλάζω, μετατροπή, αλλάζω, παραλλαγή, αλλαγή, μεταβολή, αλλαγής, ...
Náhodná slova
Přesahovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: επικαλύπτω, ξεπερνώ, συμπίπτω, υπερβαίνω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Překlady: επικαλύπτω, ξεπερνώ, συμπίπτω, υπερβαίνω, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το