Přetvořit v řečtině

Překlad: přetvořit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μετουσιώνω, ανασχηματισμός, μεταρρύθμιση, μετατρέπω, μεταρρυθμίζω, μεταβάλλω, μεταποιώ, αναδιαμορφώνει, αναδιαμορφώσετε, αναδιαμορφωθεί, αναδιαμορφώσει
Přetvořit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: přetvořit

přetvořit antonyma, přetvořit gramatika, přetvořit křížovka, přetvořit pravopis, přetvořit synonymum, přetvořit jazykový slovník řečtina, přetvořit v řečtině

Překlady

  • přetvařovat v řečtině - καμώματα, επιτηδεύομαι, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, να υποκρίνομαι, αποσυγκροτούν, αποσυναρμολογεί, ...
  • přetvoření v řečtině - μεταμόρφωση, μετασχηματισμός, μετασχηματισμό, μετασχηματισμού, μετατροπή
  • přetvářet v řečtině - αναμορφώσει, αναδιαμορφώσει, αναδιαμορφώσουν, αναμόρφωση, αναδιαμόρφωση
  • přetvářka v řečtině - μεταμφίεση, επιτήδευση, υποκρισία, προσποίηση, μάσκα, προσωπείο, εκζήτηση, ...
Náhodná slova
Přetvořit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μετουσιώνω, ανασχηματισμός, μεταρρύθμιση, μετατρέπω, μεταρρυθμίζω, μεταβάλλω, μεταποιώ, αναδιαμορφώνει, αναδιαμορφώσετε, αναδιαμορφωθεί, αναδιαμορφώσει