Přičinlivý v řečtině
Překlad: přičinlivý, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
επίπονος, επιμελής, εργατικός, έντονος, επιμελή, επιμελούς, επιμελείς, επιμέλεια
Jiné jazyky
Příbuzná slova: přičinlivý
přičinlivý antonyma, přičinlivý gramatika, přičinlivý křížovka, přičinlivý pravopis, přičinlivý synonymum, přičinlivý jazykový slovník řečtina, přičinlivý v řečtině
Překlady
- přizvukování v řečtině - το φαινόμενο, του φαινομένου, φαινόμενο, το φαινόμενο της, το φαινόμενο που
- přičinlivost v řečtině - επιμέλεια, φιλοτεχνία, επιμελής, επίπονη, επίπονο, επίπονης, προσεκτική
- přičlenit v řečtině - συσχετίζω, συνέταιρος, θυγατρικών, θυγατρική, θυγατρικής, Affiliate, εταιρικά
- přičíst v řečtině - προσθέτω, ιδιότητα, αποδίδω, που αναλογεί, αποδίδεται, αναλογεί, που αναλογούν, ...
Náhodná slova
Přičinlivý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: επίπονος, επιμελής, εργατικός, έντονος, επιμελή, επιμελούς, επιμελείς, επιμέλεια
Překlady: επίπονος, επιμελής, εργατικός, έντονος, επιμελή, επιμελούς, επιμελείς, επιμέλεια