Přiřknout v řečtině

Překlad: přiřknout, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κατακυρώνω, κατανέμω, αναθέτω, βραβείο, απονέμω, αποφαίνομαι, ανάθεση, ανάθεσης, σύναψης, απονομής
Přiřknout v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: přiřknout

přiřknout antonyma, přiřknout gramatika, přiřknout křížovka, přiřknout pravopis, přiřknout synonymum, přiřknout jazykový slovník řečtina, přiřknout v řečtině

Překlady

  • přičíst v řečtině - προσθέτω, ιδιότητα, αποδίδω, που αναλογεί, αποδίδεται, αναλογεί, που αναλογούν, ...
  • přičítat v řečtině - εξουσιοδοτώ, διορίζω, διαπιστεύω, ιδιότητα, συνδέω, επισυνάπτω, επιρρίπτω, ...
  • přiřčení v řečtině - απονέμω, βραβείο, διανομή, κατακυρώνω, κατανομή, ανάθεση, καταμερισμός, ...
  • přiškrtit v řečtině - φλομώνω, στραγγαλίζω, εμφράκτης, τσοκ, πνίξει, στραγγαλιστικό πηνίο, του τσοκ
Náhodná slova
Přiřknout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κατακυρώνω, κατανέμω, αναθέτω, βραβείο, απονέμω, αποφαίνομαι, ανάθεση, ανάθεσης, σύναψης, απονομής