Přidělený v řečtině
Překlad: přidělený, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
θυγατρική, συμπλήρωμα, υποβοηθητικός, αναπληρωτής, επικουρικός, ανατεθεί, αποδίδεται, εκχωρηθεί, ανατίθενται, ειδικό προορισμό
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: přidělený
přidělený advokát, přidělený antonyma, přidělený gramatika, přidělený křížovka, přidělený obhájce, přidělený jazykový slovník řečtina, přidělený v řečtině
Překlady
- přidávat v řečtině - προσθέτω, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, να προσθέσετε
- přidělení v řečtině - κλήρος, καταμερισμός, κατανομή, κατανομής, χορήγηση, διάθεση, την κατανομή
- přidělit v řečtině - διανέμω, διορίζω, συνδέω, επισυνάπτω, χορηγώ, οικειοποιούμαι, επιχορηγώ, ...
- přidělování v řečtině - ανάθεση, δουλειά, κλήρος, αποστολή, εκχώρηση, εκχώρησης, ανάθεσης
Náhodná slova
Přidělený v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: θυγατρική, συμπλήρωμα, υποβοηθητικός, αναπληρωτής, επικουρικός, ανατεθεί, αποδίδεται, εκχωρηθεί, ανατίθενται, ειδικό προορισμό
Překlady: θυγατρική, συμπλήρωμα, υποβοηθητικός, αναπληρωτής, επικουρικός, ανατεθεί, αποδίδεται, εκχωρηθεί, ανατίθενται, ειδικό προορισμό