Přimět v řečtině

Překlad: přimět, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
βία, διευθετώ, λύνω, κάνω, δύναμη, πείθω, σαλεύω, σκοπός, φτιάχνω, κινώ, εξαναγκάζω, μόλυβδος, λουρί, αιτία, μετακομίζω, ηγούμαι, επάγουν, επάγει, προκαλείτε, να προκαλέσει, προκαλέσουν
Přimět v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: přimět

přidat synonymum, přimět antonyma, přimět gramatika, přimět křížovka, přimět někoho, přimět jazykový slovník řečtina, přimět v řečtině

Překlady

  • přimáčknout v řečtině - πιέζω, πρεσάρω, πατικώνω, συνθλίβω, κολοκύθι, συνωστισμός, ζουλώ, ...
  • přimíchat v řečtině - ανακατεύω, προσθέτω, αναμειγνύεται σε, μίγμα σε, αναμίξατε, ανακατεύουμε μέσα, μίγμα στο
  • přiměřenost v řečtině - επάρκεια, επάρκειας, καταλληλότητα, την επάρκεια, καταλληλότητας
  • přiměřený v řečtině - επαρκής, πρόσφορος, ευπρεπής, εύσχημος, βολικός, δίκαιος, οικειοποιούμαι, ...
Náhodná slova
Přimět v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: βία, διευθετώ, λύνω, κάνω, δύναμη, πείθω, σαλεύω, σκοπός, φτιάχνω, κινώ, εξαναγκάζω, μόλυβδος, λουρί, αιτία, μετακομίζω, ηγούμαι, επάγουν, επάγει, προκαλείτε, να προκαλέσει, προκαλέσουν