Připevnit v řečtině
Překlad: připevnit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ασφαλής, ασφαλίζω, διασφαλίζω, προσθέτω, καρφίτσα, εδραιώνω, φτιάχνω, πρόσφυμα, συνδέω, γόμφος, επισυνάπτω, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: připevnit
připevnit antonyma, připevnit gramatika, připevnit křížovka, připevnit pravopis, připevnit synonymum, připevnit jazykový slovník řečtina, připevnit v řečtině
Překlady
- připadat v řečtině - εμφανίζομαι, φαίνομαι, διαφαίνομαι, φαίνεται, φαίνονται, να φαίνεται, φαίνεται ότι, ...
- připadnout v řečtině - βαρώ, πτώση, πέφτω, εκπίπτω, σουξέ, χτυπώ, προκύψουν, ...
- připisovat v řečtině - επισυνάπτω, εφαρμόζω, βάζω, συνδέω, αιτούμαι, απονέμω, αποδίδω, ...
- připnout v řečtině - καρφίτσα, επισυνάπτω, γόμφος, συνδέω, φτιάχνω, καρφάκι, καρφί, ...
Náhodná slova
Připevnit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ασφαλής, ασφαλίζω, διασφαλίζω, προσθέτω, καρφίτσα, εδραιώνω, φτιάχνω, πρόσφυμα, συνδέω, γόμφος, επισυνάπτω, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten
Překlady: ασφαλής, ασφαλίζω, διασφαλίζω, προσθέτω, καρφίτσα, εδραιώνω, φτιάχνω, πρόσφυμα, συνδέω, γόμφος, επισυνάπτω, στερεώνω, δένω, Στερεώστε, Σφίξτε τις, fasten