Přisluhovač v řečtině
Překlad: přisluhovač, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πρωτοπαλίκαρο, πρωτοπαλλήκαρο, πρωτοπαλίκαρο για, πρωτοπαλίκαρο του, το πρωτοπαλλήκαρο
Jiné jazyky
Příbuzná slova: přisluhovač
agent přisluhovač, přisluhovač antonyma, přisluhovač gramatika, přisluhovač křížovka, přisluhovač pravopis, přisluhovač jazykový slovník řečtina, přisluhovač v řečtině
Překlady
- přirozeně v řečtině - φυσικά, φυσικώς, φυσικό, φυσιολογικά, φυσικό τρόπο
- přirážka v řečtině - προσαύξηση, επιβάρυνση, επιπλέον χρέωση, με επιπλέον χρέωση, χρέωση
- přislíbit v řečtině - υπόσχομαι, υπόσχεση, όρκος, όρκο, τάμα, τον όρκο, ευχή
- přisoudit v řečtině - απονέμω, κατακυρώνω, βραβείο, αποφαίνομαι, σφετερίζομαι, που αναλογεί, αποδίδεται, ...
Náhodná slova
Přisluhovač v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πρωτοπαλίκαρο, πρωτοπαλλήκαρο, πρωτοπαλίκαρο για, πρωτοπαλίκαρο του, το πρωτοπαλλήκαρο
Překlady: πρωτοπαλίκαρο, πρωτοπαλλήκαρο, πρωτοπαλίκαρο για, πρωτοπαλίκαρο του, το πρωτοπαλλήκαρο