Přispění v řečtině
Překlad: přispění, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συνεισφορά, βοήθημα, βοήθεια, βοηθώ, επικουρία, συμβολή, συνεισφοράς, εισφορά, συμβολής
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: přispění
přispění antonyma, přispění gramatika, přispění křížovka, přispění pravopis, přispění synonymum, přispění jazykový slovník řečtina, přispění v řečtině
Překlady
- přispívat v řečtině - συνεισφέρω, συμβάλλουν, συμβάλλει, να συμβάλει, συνεισφέρουν, συμβάλει
- přispívání v řečtině - συνεισφορά, συμβολή, συμβάλλοντας, συνεισφέροντας, συμβάλλουν, συμβάλλει
- přispět v řečtině - βοηθώ, συνεργάζομαι, επικουρία, αρωγή, βοηθός, βοήθεια, συμβάλλουν, ...
- přistihnout v řečtině - παίρνω, πιάνω, αρπάζω, σύλληψη, παγίδα, αλιευμάτων, των αλιευμάτων, ...
Náhodná slova
Přispění v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συνεισφορά, βοήθημα, βοήθεια, βοηθώ, επικουρία, συμβολή, συνεισφοράς, εισφορά, συμβολής
Překlady: συνεισφορά, βοήθημα, βοήθεια, βοηθώ, επικουρία, συμβολή, συνεισφοράς, εισφορά, συμβολής