Přisuzovat v řečtině
Překlad: přisuzovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αποδίδω, επιρρίπτω, σφετερίζομαι, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Jiné jazyky
Příbuzná slova: přisuzovat
přisuzovat antonyma, přisuzovat gramatika, přisuzovat křížovka, přisuzovat pravopis, přisuzovat synonymum, přisuzovat jazykový slovník řečtina, přisuzovat v řečtině
Překlady
- přistěhovalec v řečtině - μετανάστης, μεταναστών, των μεταναστών, μετανάστες, μετανάστη
- přistřihnout v řečtině - συνδετήρας, ψαλιδίζω, κομψός, κλαδεύω, πόρπη, κουρεύω, τελειώματα, ...
- přisvědčit v řečtině - συγκατάθεση, συμφωνείτε, Συμφωνώ, συμφωνούν, συμφωνήσουν, συμφωνήσει
- přitahovat v řečtině - έλκω, προσελκύω, ζωγραφίζω, παρασύρω, τραβώ, επισύρω, τράβηγμα, ...
Náhodná slova
Přisuzovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αποδίδω, επιρρίπτω, σφετερίζομαι, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα
Překlady: αποδίδω, επιρρίπτω, σφετερίζομαι, ιδιότητα, Χαρακτηριστικό, τις ιδιότητες, χαρακτηριστικού, γνώρισμα