Panovačný v řečtině
Překlad: panovačný, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αυθαίρετος, αυταρχικός, επιτακτικός, επιβλητικός, αλαζονικός, δεσποτικός, έγκυρος, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: panovačný
panovačný antonyma, panovačný definice, panovačný gramatika, panovačný křížovka, panovačný manžel, panovačný jazykový slovník řečtina, panovačný v řečtině
Překlady
- panna v řečtině - παρθένος, παρθένα, Παρθένος, Παρθενος, Παρθένου, Παρθένο, virgo
- panovat v řečtině - βασιλεύω, ιθύνω, αποφασίζω, κανόνας, διέπω, βασιλεία, κυβερνώ, ...
- panovník v řečtině - ηγεμόνας, αυτεξούσιος, ρίγα, χάρακας, κυρίαρχος, μονάρχης, Monarch, ...
- panování v řečtině - βασιλεία, βασιλεύω, βασιλεύει, βασιλεύσει, βασιλεύουν
Náhodná slova
Panovačný v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αυθαίρετος, αυταρχικός, επιτακτικός, επιβλητικός, αλαζονικός, δεσποτικός, έγκυρος, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο
Překlady: αυθαίρετος, αυταρχικός, επιτακτικός, επιβλητικός, αλαζονικός, δεσποτικός, έγκυρος, αγέρωχος, αγέρωχα, αγέρωχη, αγέρωχους, αγέρωχο