Patřičný v řečtině

Překlad: patřičný, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
καθωσπρέπει, εύσχημος, σωστός, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, πρέπων, κατάλληλος, ευπρεπής, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες
Patřičný v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: patřičný

jan patřičný, patřičný antonyma, patřičný dřevo, patřičný gramatika, patřičný jako v nebi, patřičný jazykový slovník řečtina, patřičný v řečtině

Překlady

  • patronát v řečtině - προστασία, χορηγία, πατρονάρισμα, υποστήριξη, αιγίδα, την αιγίδα, κηδεμονία
  • patřit v řečtině - σχετίζομαι, ανήκω, ανήκουν, ανήκει, να ανήκουν, υπάγονται
  • patřící v řečtině - που ανήκουν, ανήκουν, που ανήκει, ανήκει
  • pauza v řečtině - διάλλειμα, διακόπτω, σηκός, σπάζω, σταματώ, ξεκουράζομαι, διάλειμμα, ...
Náhodná slova
Patřičný v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: καθωσπρέπει, εύσχημος, σωστός, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι, πρέπων, κατάλληλος, ευπρεπής, κατάλληλη, κατάλληλα, κατάλληλο, κατάλληλες