Penzista v řečtině
Překlad: penzista, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συνταξιούχος, συνταξιούχου, συνταξιούχο, συντάξεως, συνταξιούχων
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: penzista
nazional penzista, penzista antonyma, penzista durrenmatt, penzista důchodce, penzista gramatika, penzista jazykový slovník řečtina, penzista v řečtině
Překlady
- penis v řečtině - στέλεχος, μέλος, κόκορας, πετεινός, πέος, πέους, το πέος, ...
- penze v řečtině - σύνταξη, αποστράτευση, συνταγή, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, συντάξεων, σύνταξης
- penzión v řečtině - σύνταξη, συνταγή, συνταξιοδοτικών, συνταξιοδοτικά, συντάξεων, σύνταξης
- penále v řečtině - πρόστιμο, ποινή, κύρωση, κυρώσεις, κυρώσεων, ποινές, ποινών, ...
Náhodná slova
Penzista v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συνταξιούχος, συνταξιούχου, συνταξιούχο, συντάξεως, συνταξιούχων
Překlady: συνταξιούχος, συνταξιούχου, συνταξιούχο, συντάξεως, συνταξιούχων