Pobývat v řečtině
Překlad: pobývat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μένω, διαμένω, κατοικώ, διατριβή, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Jiné jazyky
Příbuzná slova: pobývat
občas pobývat, pobývat antonyma, pobývat gramatika, pobývat křížovka, pobývat pravopis, pobývat jazykový slovník řečtina, pobývat v řečtině
Překlady
- pobízet v řečtině - σπεύδω, σπιρούνι, κεντρίζω, σπρώχνω, παρακινώ, καθοδηγώ, παραινώ, ...
- pobýt v řečtině - μένω, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
- pobřežní v řečtině - παραλιακός, παράκτιος, ναυτικός, ακτή, παραθαλάσσιος, παράκτιων, παράκτια, ...
- pobřeží v řečtině - νήμα, κλώνος, γιαλός, ακτή, εξοκέλλω, ακτής, ακτές, ...
Náhodná slova
Pobývat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μένω, διαμένω, κατοικώ, διατριβή, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
Překlady: μένω, διαμένω, κατοικώ, διατριβή, διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει