Pocákat v řečtině
Překlad: pocákat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, τρέχω, ραντίζω, πιτσιλάω, συντρίβω, βουτιά, splash, πιτσιλίσματος, παφλασμό, σταγονίδια
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: pocákat
pocákat antonyma, pocákat gramatika, pocákat křížovka, pocákat pravopis, pocákat synonymum, pocákat jazykový slovník řečtina, pocákat v řečtině
Překlady
- poctivý v řečtině - δίκαιος, ανοικτός, ίσιος, δοκάρι, απλός, έντιμος, νόμιμος, ...
- poctít v řečtině - τιμή, τιμήν, τιμής, την τιμή, τιμή να
- pocínovat v řečtině - κονσέρβα, κασσίτερος, μπορώ, Μπορεί, Can, μπορεί να, μπορούσε
- pocínování v řečtině - κασσιτέρωση, γανώματος, επικασσιτερώσεως, επικασσιτερωση, επικασσιτέρωσης
Náhodná slova
Pocákat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, τρέχω, ραντίζω, πιτσιλάω, συντρίβω, βουτιά, splash, πιτσιλίσματος, παφλασμό, σταγονίδια
Překlady: πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, τρέχω, ραντίζω, πιτσιλάω, συντρίβω, βουτιά, splash, πιτσιλίσματος, παφλασμό, σταγονίδια