Pochlebovač v řečtině
Překlad: pochlebovač, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
χρηματιστής, μεροκαματιάρης, jobber, εργάτης με το κομμάτι, μεσίτης
Jiné jazyky
Příbuzná slova: pochlebovač
pochlebovač antonyma, pochlebovač gramatika, pochlebovač křížovka, pochlebovač pravopis, pochlebovač synonymum, pochlebovač jazykový slovník řečtina, pochlebovač v řečtině
Překlady
- pochlebník v řečtině - κόλακας, συκοφάντης, συκοφάντη, ο συκοφάντης, χαμερπής κόλαξ
- pochlebovat v řečtině - κολακεύω, κολακεύει, κολακεύουν, πιο επίπεδη, επίπεδη, πιο επίπεδο
- pochlebování v řečtině - γαλιφιά, κολακεύω, κολακεία, κολακείας, κολακείες, την κολακεία, η κολακεία
- pochmurný v řečtině - σκληρός, ζοφερός, απαισιόδοξος, μελαγχολικός, αυστηρός, ανελέητος, καταθλιπτικός, ...
Náhodná slova
Pochlebovač v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: χρηματιστής, μεροκαματιάρης, jobber, εργάτης με το κομμάτι, μεσίτης
Překlady: χρηματιστής, μεροκαματιάρης, jobber, εργάτης με το κομμάτι, μεσίτης