Podnikavý v řečtině
Překlad: podnikavý, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
τολμηρός, επιχειρηματικός, επιχειρηματίας, επιχειρηματική, επιχειρηματικό, επιχειρηματικών
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: podnikavý
podnikavý antonyma, podnikavý gramatika, podnikavý křížovka, podnikavý pravopis, podnikavý synonymum, podnikavý jazykový slovník řečtina, podnikavý v řečtině
Překlady
- podnik v řečtině - παρέα, ίδρυση, σταθερός, θίασος, εγχείρημα, εταιρία, ομήγυρη, ...
- podnikatel v řečtině - επιχειρηματίας, εργολάβος, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που
- podniknout v řečtině - παίρνω, αναλαμβάνουν, αναλαμβάνει, αναλάβουν, να αναλάβει, αναλάβει
- podnos v řečtině - οροπέδιο, δίσκος, πιατέλα, δίσκο, δίσκου, θήκη, συρτάρι
Náhodná slova
Podnikavý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: τολμηρός, επιχειρηματικός, επιχειρηματίας, επιχειρηματική, επιχειρηματικό, επιχειρηματικών
Překlady: τολμηρός, επιχειρηματικός, επιχειρηματίας, επιχειρηματική, επιχειρηματικό, επιχειρηματικών