Podniknout v řečtině
Překlad: podniknout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
παίρνω, αναλαμβάνουν, αναλαμβάνει, αναλάβουν, να αναλάβει, αναλάβει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: podniknout
co podniknout, podniknout antonyma, podniknout gramatika, podniknout kroky, podniknout kroky anglicky, podniknout jazykový slovník řečtina, podniknout v řečtině
Překlady
- podnikatel v řečtině - επιχειρηματίας, εργολάβος, επιχειρηματία, επιχειρηματίας που, επιχειρηματία που
- podnikavý v řečtině - τολμηρός, επιχειρηματικός, επιχειρηματίας, επιχειρηματική, επιχειρηματικό, επιχειρηματικών
- podnos v řečtině - οροπέδιο, δίσκος, πιατέλα, δίσκο, δίσκου, θήκη, συρτάρι
- podnítit v řečtině - εμπνέω, παρακινώ, ανάβω, επιταχύνω, διεγείρω, έμψυχος, εμψυχώνω, ...
Náhodná slova
Podniknout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: παίρνω, αναλαμβάνουν, αναλαμβάνει, αναλάβουν, να αναλάβει, αναλάβει
Překlady: παίρνω, αναλαμβάνουν, αναλαμβάνει, αναλάβουν, να αναλάβει, αναλάβει