Pohnutka v řečtině
Překlad: pohnutka, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κίνητρο, αιτιολογία, λόγος, αιτία, κινητήρια, κινητήριας, το κίνητρο, κίνητρό
Jiné jazyky
Příbuzná slova: pohnutka
omluvitelná pohnutka, pohnutka antonyma, pohnutka gramatika, pohnutka křížovka, pohnutka motiv, pohnutka jazykový slovník řečtina, pohnutka v řečtině
Překlady
- pohnojit v řečtině - κοπριά, εμπλουτίζω, λιπαίνω, γονιμοποιήσει, γονιμοποιήσουν, γονιμοποιούν, λιπάνει
- pohnout v řečtině - αναδεύω, σαλεύω, μετακομίζω, επηρεάζω, κίνηση, ανακατεύω, ενεργοποιώ, ...
- pohnutí v řečtině - συγκίνηση, αίσθημα, αίσθηση, συναίσθημα, το συναίσθημα, συναισθήματα, συναισθήματος
- pohnutý v řečtině - άστατος, γεμάτη, περιπετειώδη, πολυτάραχη, κουραστική, γεμάτη δραστηριότητες
Náhodná slova
Pohnutka v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κίνητρο, αιτιολογία, λόγος, αιτία, κινητήρια, κινητήριας, το κίνητρο, κίνητρό
Překlady: κίνητρο, αιτιολογία, λόγος, αιτία, κινητήρια, κινητήριας, το κίνητρο, κίνητρό