Pokoušet v řečtině

Překlad: pokoušet, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ξεμπλέκω, δοκιμάζω, εκδικάζω, παρασύρω, προσπαθώ, πειράζω, προκαλώ, πασχίζω, δελεάζω, δελεάσει, βάλει στον πειρασμό, δελεάσουν, δελεάσει τους, να δελεάσει
Pokoušet v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: pokoušet

pokoušet antonyma, pokoušet gramatika, pokoušet křížovka, pokoušet osud, pokoušet pravopis, pokoušet jazykový slovník řečtina, pokoušet v řečtině

Překlady

  • pokousat v řečtině - τσίμπημα, δάγκωμα, δαγκώνω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
  • pokoutní v řečtině - κρυφός, παράνομη, παράνομης, παράνομων, της παράνομης, παράνομες
  • pokoření v řečtině - εξευτελισμός, διασυρμός, ταπείνωση, ταπείνωσης, εξευτελισμό, την ταπείνωση, ταπεινώσεις
  • pokořit v řečtině - μελαγχολώ, υποβαθμίζω, πτοώ, καθαιρώ, ταπεινώνω, εκφαυλίζω, εξευτελίζω, ...
Náhodná slova
Pokoušet v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ξεμπλέκω, δοκιμάζω, εκδικάζω, παρασύρω, προσπαθώ, πειράζω, προκαλώ, πασχίζω, δελεάζω, δελεάσει, βάλει στον πειρασμό, δελεάσουν, δελεάσει τους, να δελεάσει