Popadnout v řečtině

Překlad: popadnout, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
δραστηριοποιούμαι, κατάσχω, κλώσημα, απομόνωση, παλεύω, παίρνω, αρπάζομαι, καταλαμβάνω, πιάνω, αρπάζω, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη
Popadnout v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: popadnout

napadnout synonymum, popadnout antonyma, popadnout dech, popadnout gramatika, popadnout křížovka, popadnout jazykový slovník řečtina, popadnout v řečtině

Překlady

  • poobědvat v řečtině - μεσημεριανό, μεσημεριανό γεύμα, γεύμα, το μεσημεριανό γεύμα, το γεύμα
  • pooperační v řečtině - χειρουργικός, μετεγχειρητική, μετεγχειρητικής, μετεγχειρητικό, μετεγχειρητικού, μετεγχειρητικές
  • popel v řečtině - στάχτη, τέφρα, τέφρας, νατρίου, στάχτης
  • popelavý v řečtině - γκρίζος, τεφρώδης, φαιός
Náhodná slova
Popadnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: δραστηριοποιούμαι, κατάσχω, κλώσημα, απομόνωση, παλεύω, παίρνω, αρπάζομαι, καταλαμβάνω, πιάνω, αρπάζω, αρπαγή, πιάσε, αρπάξει, Grab, αρπάγη