Posel v řečtině
Překlad: posel, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ιεραπόστολος, κήρυκας, φορέας, υδράργυρος, αθλητής, πρεσβευτής, αγγελιοφόρος, πρέσβης, δρομέας, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρου
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: posel
posel antonyma, posel bohů, posel gramatika, posel křížovka, posel pravopis, posel jazykový slovník řečtina, posel v řečtině
Překlady
- posednout v řečtině - έχουν, κατέχουν, διαθέτουν, διαθέτει, κατέχει
- posekat v řečtině - εγκοπή, θερίζω, κόβω, κόψιμο, πετσοκόβω, κοπή, κόψει, ...
- poselstvo v řečtině - αποστολή, delegation
- poselství v řečtině - μήνυμα, άγγελμα, αποστολή, μηνύματος, το μήνυμα, μηνυμάτων, μήνυμά
Náhodná slova
Posel v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ιεραπόστολος, κήρυκας, φορέας, υδράργυρος, αθλητής, πρεσβευτής, αγγελιοφόρος, πρέσβης, δρομέας, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρου
Překlady: ιεραπόστολος, κήρυκας, φορέας, υδράργυρος, αθλητής, πρεσβευτής, αγγελιοφόρος, πρέσβης, δρομέας, αγγελιαφόρος, Messenger, αγγελιοφόρο, αγγελιοφόρου