Poskytnout v řečtině
Překlad: poskytnout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πληροφορώ, συγκατάθεση, επιπλώνω, παραχωρώ, χορηγώ, διοικώ, αφήνω, προσφέρω, υποτροφία, επίδομα, επιχορηγώ, παρέχω, μεταβιβάζω, προνοώ, επιτρέπω, δανείζω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: poskytnout
poskytnout anglicky, poskytnout antonyma, poskytnout gramatika, poskytnout k dispozici, poskytnout křížovka, poskytnout jazykový slovník řečtina, poskytnout v řečtině
Překlady
- poskvrna v řečtině - στίγμα, ψεγάδι, αμαυρώνω, κηλίδα, blemish, ελάττωμα, ατέλεια
- poskvrnit v řečtině - μολύνω, σπιλώνω, στίγμα, βούλα, κηλιδώνω, μέρος, μιαίνω, ...
- poskytnutí v řečtině - επίδομα, χορηγώ, υποτροφία, επιχορηγώ, πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, ...
- poskytovat v řečtině - διαβιβάζω, δώρο, προσφέρω, μεταδίδω, προσφορά, αφήνω, παρών, ...
Náhodná slova
Poskytnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πληροφορώ, συγκατάθεση, επιπλώνω, παραχωρώ, χορηγώ, διοικώ, αφήνω, προσφέρω, υποτροφία, επίδομα, επιχορηγώ, παρέχω, μεταβιβάζω, προνοώ, επιτρέπω, δανείζω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Překlady: πληροφορώ, συγκατάθεση, επιπλώνω, παραχωρώ, χορηγώ, διοικώ, αφήνω, προσφέρω, υποτροφία, επίδομα, επιχορηγώ, παρέχω, μεταβιβάζω, προνοώ, επιτρέπω, δανείζω, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή