Postihnout v řečtině
Překlad: postihnout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
χτυπώ, βασανίζω, επηρεάζω, απεργία, ταλαιπωρώ, παριστάνω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: postihnout
postihnout antonyma, postihnout gramatika, postihnout křížovka, postihnout po slovensky, postihnout pravopis, postihnout jazykový slovník řečtina, postihnout v řečtině
Překlady
- postačující v řečtině - επαρκής, επαρκή, επαρκείς, αρκεί, επαρκές
- postel v řečtině - κρεβάτι, κλίνης, κλίνη, κρεβατιού, bed
- postižený v řečtině - στενοχωρούνται, πληγεί, πλήττονται, προσβληθεί, που πλήττονται
- postoj v řečtině - φέρσιμο, στάση, θέση, κορμοστασιά, λιμάνι, σχέση, τοποθεσία, ...
Náhodná slova
Postihnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: χτυπώ, βασανίζω, επηρεάζω, απεργία, ταλαιπωρώ, παριστάνω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει
Překlady: χτυπώ, βασανίζω, επηρεάζω, απεργία, ταλαιπωρώ, παριστάνω, επηρεάζουν, επηρεάσει, επηρεάσουν, επηρεάζει, να επηρεάσει