Potvrzovat v řečtině

Překlad: potvrzovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κρατώ, συντηρώ, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, υποστηρίζω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
Potvrzovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: potvrzovat

potvrzovat antonyma, potvrzovat gramatika, potvrzovat křížovka, potvrzovat pravopis, potvrzovat synonymum, potvrzovat jazykový slovník řečtina, potvrzovat v řečtině

Překlady

  • potvrzenka v řečtině - παραλαβή, λήψη, απόδειξη, παραλαβής, την παραλαβή, τη λήψη
  • potvrzení v řečtině - διαβεβαίωση, μαρτυρία, αναγνώριση, λήψη, απόδειξη, παραλαβή, πιστοποιητικό, ...
  • potyčka v řečtině - διαπληκτίζομαι, συνάντηση, συναντώ, συμπλοκή, σύρραξη, από συμπλοκή, μια συμπλοκή, ...
  • potáhnout v řečtině - καλύπτω, παλτό, στρώση, επίστρωση, τρίχωμα, το παλτό
Náhodná slova
Potvrzovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κρατώ, συντηρώ, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, υποστηρίζω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε