Prokázat v řečtině
Překlad: prokázat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αποδεικνύω, διαδηλώνω, παράσταση, εμφαίνω, δείχνω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: prokázat
prokázat anglicky, prokázat antonyma, prokázat chybějící náležitosti daňového dokladu včetně dič i jiným způsobem, prokázat gramatika, prokázat křížovka, prokázat jazykový slovník řečtina, prokázat v řečtině
Překlady
- prokopat v řečtině - σαρκασμός, κέντρισμα, νύξη, σκάβω, Tunneling, διοχέτευσης, διάνοιξη σηράγγων, ...
- prokurátor v řečtině - συνήγορος, κατήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, εισαγγελικής αρχής, εισαγγελέας του
- prolamovat v řečtině - διατρυπώ, να ραγίσει, να σπάσουμε, για να σπάσουμε, για να ραγίσει, να σπάσει
- proletariát v řečtině - προλεταριάτο, προλεταριάτου, Proletariat, προλεταριάτου που
Náhodná slova
Prokázat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αποδεικνύω, διαδηλώνω, παράσταση, εμφαίνω, δείχνω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Překlady: αποδεικνύω, διαδηλώνω, παράσταση, εμφαίνω, δείχνω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει