Prokurátor v řečtině
Překlad: prokurátor, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συνήγορος, κατήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, εισαγγελικής αρχής, εισαγγελέας του
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: prokurátor
prokurátor antonyma, prokurátor gramatika, prokurátor horáková, prokurátor karel vaš, prokurátor křížovka, prokurátor jazykový slovník řečtina, prokurátor v řečtině
Překlady
- proklít v řečtině - αποκλείω, απαγόρευση, καταριέμαι, απαγορεύω, αποκλεισμός, δεκάρα, βλασφημία, ...
- prokopat v řečtině - σαρκασμός, κέντρισμα, νύξη, σκάβω, Tunneling, διοχέτευσης, διάνοιξη σηράγγων, ...
- prokázat v řečtině - αποδεικνύω, διαδηλώνω, παράσταση, εμφαίνω, δείχνω, αποδεικνύουν, καταδεικνύουν, ...
- prolamovat v řečtině - διατρυπώ, να ραγίσει, να σπάσουμε, για να σπάσουμε, για να ραγίσει, να σπάσει
Náhodná slova
Prokurátor v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συνήγορος, κατήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, εισαγγελικής αρχής, εισαγγελέας του
Překlady: συνήγορος, κατήγορος, εισαγγελέα, εισαγγελέας, εισαγγελικής αρχής, εισαγγελέας του